«Το 1983 σε ηλικία 38 ετών αποφάσισα να εγκαταλείψω τη δικηγορία και να ασχοληθώ με την Τέχνη, κάτι που πάντα ήθελα αλλά δεν είχα τολμήσει να κάνω περιοριζόμενος μέχρι τότε στην παθητική απόλαυσή της. Η φωτογραφία ήταν το πιο προσιτό μέσο για να πραγματοποιήσω αυτή την επιθυμία μου και είχα ήδη αρκετές γνώσεις γύρω από αυτήν. Η φίλη και μετέπειτα σύζυγός μου Νανά Καραμαγκιώλη ήταν η πρώτη μου μαθήτρια. Στη συνέχεια η διδασκαλία της τέχνης, με εργαλείο τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο, έγινε το κέντρο της ζωής μου, η μεγαλύτερη μου χαρά, αλλά και ο βιοπορισμός μου.
Το επόμενο βήμα ήταν να φτιάξουμε μια παρέα από άλλους που μοιράζονταν τις ίδιες με μας απόψεις για την τέχνη και τη φωτογραφία και να ενισχύουμε ο ένας τον άλλον στην άσκηση αυτής της τέχνης και στην πορεία για βαθύτερη κατανόηση και απόλαυση των πνευματικών προεκτάσεων. Έτσι, το 1988, γεννήθηκε το σωματείο «Φωτογραφικός Κύκλος», με μέλη πολλούς καλούς και αφοσιωμένους στην καλλιτεχνική δημιουργία φωτογράφους, το οποίο έχει συμβάλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στη δημιουργία ενός καλλιτεχνικά καλλιεργημένου κοινού, που είναι απαραίτητη συνθήκη για την άνθιση της τέχνης γενικότερα.
Το επόμενο μεγάλο και σημαντικό βήμα ήταν να εγκαταλείψουμε (εν μέρει) την Αθήνα μεταφέροντας το κέντρο της ζωής μας στη Σύρο. Φτιάξαμε στο νησί ένα μεγάλο σπίτι, που εκτός από κατοικία είναι και εργαστήριο άρτια εξοπλισμένο για προβολές, συζητήσεις, εκτυπώσεις, αναγνώσεις κλπ., με τη σκέψη να συγκεντρώνουμε φίλους μαθητές για ολιγοήμερα σεμινάρια φωτογραφίας ή κινηματογράφου και να ζούμε στη σύντομη διάρκειά τους μια ιδανική κατάσταση πνευματικής απόλαυσης ανάμεσα στην τέχνη, τη φύση και τη φιλία. Από το 2001 που ολοκληρώθηκε το σπίτι έγιναν περισσότερα από 150 σεμινάρια, με περιεχόμενο τον μεν χειμώνα κυρίως τον κινηματογράφο, το δε καλοκαίρι κυρίως τη φωτογραφία. Και παράλληλα ιδρύθηκε και ένα παράρτημα ως αυτόνομο σωματείο με τον τίτλο «Φωτογραφικός Κύκλος Σύρου».
Τη Σύρο τη γνώρισα για πρώτη φορά όταν 11 ετών είχα συμμετάσχει σε μια θερινή κατασκήνωση των Ιησουιτών στη Δελαγράτσια, αλλά την αγάπησα από την εφηβεία και ύστερα κάνοντάς την τακτικό προορισμό των χειμερινών κυρίως διακοπών μου. Έτσι δεν δυσκολεύτηκα να τη διαλέξω ως τόπο μόνιμης διαμονής ανάμεσα στα Κυκλαδονήσια, που ήταν και η περιοχή που είχα επιλέξει. Έχω μάλιστα τη χαρά να καμαρώνω ότιι μέσα από τα σεμινάρια πολλοί μαθητές μου κάθε ηλικίας τη γνώρισαν, την αγάπησαν, την επισκέπτονται τακτικά και την έκαναν τόπο διακοπών και μερικοί και τόπο κατοικίας.
Αυτές οι δύο αποφάσεις, πρώτα η αλλαγή επαγγέλματος και δεύτερον κύριας διαμονής, άλλαξαν προς το καλύτερο τη ζωή μου και χαίρομαι που η Νανά τις υποστήριξε αμφότερες. Στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας πηγαίνουμε για λόγους εργασίας, αφού η διδασκαλία, οι εκθέσεις, οι εκδόσεις και όλες οι παράλληλες δραστηριότητες, που είναι αναγκαίες για την άσκηση της τέχνης μας δεν μπορούν να περιοριστούν στο νησί μας. Στη Σύρο όμως επιστρέφουμε πάντα με λαχτάρα και τη θεωρούμε (και είναι) το σπίτι μας.
Θα μπορούσαμε να εκθέσουμε φωτογραφίες μας πολλών θεματικών κατευθύνσεων αλλά αποφασίσαμε να δείξουμε μερικές που δείχνουν τη Σύρο και που πιθανόν να αποτυπώνουν την αγάπη μας για αυτήν. Οι δικές μου επιλέχτηκαν με το βλέμμα προς τα έξω και της Νανάς με στροφή προς τα έσω. Και αυτό δεν αναφέρεται μόνον στα αντικείμενα φωτογράφισης, που στη δική μου περίπτωση είναι το νησί ενώ στης Νανάς το σπίτι μας, αλλά και στον τρόπο της φωτογραφικής προσέγγισης, αφού στην περίπτωση τη δική μου οι φωτογραφίες είναι περισσότερο παράθυρο στον έξω κόσμο, ενώ της Νανάς περισσότερο καθρέφτης στον έσω κόσμο.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο συνονόματος παππούς μου, Κερκυραίος στην καταγωγή, διηύθυνε στη Σύρο τον αγγλικό τηλέγραφο, τον πρόδρομο του ΟΤΕ. Και εδώ ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, μια κομψή Συριανή, τη Σπεράντζα Καλούδη. Δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα ήταν έκπληκτοι και, πιστεύω, χαρούμενοι, αν κάποιος τους έλεγε τότε, ότι θα ερχόταν ο καιρός όπου ο φέρων το όνομά του εγγονός του με τη δική του γυναίκα, Σαλονικιά στην καταγωγή, θα γίνονταν και αυτοί νέο-συριανοί.»
Πλάτων Ριβέλλης – Επιμελητής της έκθεσης